- λοφίς
- λοφ-ίς· περικεφαλαίας θήκη, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Λόφις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λόφις — Ονομασία μικρού ποταμού της Βοιωτίας, κοντά στην Αλίαρτο, κατά την αρχαιότητα. Ονομάστηκε έτσι από τον λόφο όπου βρίσκονταν οι πηγές του· πήγαζε σε απόσταση 3 χλμ. από την Αλίαρτο, κοντά στο σημερινό χωριό Μάζι και εξέβαλλε στη λίμνη Κωπαΐδα,… … Dictionary of Greek
Λόφιν — Λόφις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek